- επισφραγίζομαι
- επισφραγίζομαι, επισφραγίστηκα, επισφραγισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐπισφραγίζομαι — ἐπισφραγίζω put a seal on pres ind mp 1st sg ἐπισφρᾱγίζομαι , ἐπισφραγίζω put a seal on pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… … Dictionary of Greek